- πυρομετρικός
- -ή, -ό, Ν [πυρομετρία ή πυρόμετρο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρομετρία ή στο πυρόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρομετρικός — ή, ό αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στο πυρόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)